Νύχτα.
Μια Κόρη επιλέγει να χορέψει στους ρυθμούς των μπλουζ έχοντας σβήσει τα φώτα.
Μονάχα ένα αρωματικό Κερί τρεμοπαίζει στο μικρό της δωματιάκι.
Αφήνει έναν αναστεναγμό, για ν’ απομονώσει το σκοτάδι στην καρδιά του Νου της.
Μυρωδιά από τριαντάφυλλο διέγειρε τις αισθήσεις της.
Ο Ασθενικός Καπνός από το τελειωμένο κερί άρχισε να της εξιστορεί ιστορίες, για τ’ αδιέξοδα των ανθρώπων.
Της είπε για έναν Πατέρα, που σκεπάζει το κορμάκι του μωρού του με το μάλλινο κουβερτάκι έχοντας την ενδόμυχη επιθυμία να το είχε γεννήσει μια άλλη μήτρα.
Της μίλησε για Εκείνον τον άντρα που κάνει έρωτα με τη γυναίκα του επιθυμώντας την ίδια στιγμή την αγκαλιά, το φιλί, την αγάπη του δικού του, κρυμμένου εραστή.
Όχι.
Ο Καπνός δεν είπε τίποτα περισσότερο, για το κρυφτό των ανθρώπων.
Το θεώρησε περιττό να μιλήσει για τον εξόφθαλμο πόνο των Καταπιεσμένων, που προσπαθούν μανιωδώς για έναν βίο κοινωνικά αποδεκτό.
Όχι.
Δεν είπε τίποτα περισσότερο για το ψέμα, που μεταμφιέζεται σε μαρασμό.
Ο έρωτας των Αταίριαστων σκότωσε πολλές αδύναμες καρδιές.
Τι κρίμα.
Ο Ασθενικός Καπνός της αφηγήθηκε την ιστορία Eκείνης της γυναίκας, που κάθε βράδυ πετώντας τα δαντελωτά της εσώρουχα, τα ψηλά τακούνια και το έντονο μακιγιάζ φανερώνεται στον καθρέφτη η δυστυχία της μ’ ένα δάκρυ, που θα ήθελε να αποτρέψει.
Εκείνη αποφασίζει ν’ αφήσει ελεύθερο το δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό της, ως το μοναδικό χάδι που δέχεται την ημέρα, κάποια στιγμή μέσα στην εβδομάδα, ίσως κάποια στιγμή τον μήνα ή τον χρόνο.
Ίσως, το δάκρυ της, να είναι το μόνο παρήγορο χάδι στη σύντομη ζωής της.
Ο Ασθενικός Καπνός μίλησε, για Εκείνον τον άντρα που ξέχασε το όνομά του. Που έχασε την ταυτότητα του, που δεν ξέρει ποιος είναι και που συνεχίζει ν’ αγνοεί τα θέλω και τα όνειρά του, διότι αλίμονο σ’ αυτόν που θα εκφέρει τον αντίλογο σ’ εκείνους που τον γαλούχησαν να ζει, να εκφέρει τις απόψεις και τις ιδέες του εντελώς διαφορετικά από τον τρόπο που διατείνεται η καρδιά του.
Ω αλίμονο, για όσα θα πει η μάνα, η σύζυγος, η πεθερά, η κουνιάδα, όταν Εκείνος βρει τι δύναμη να χαμογελάσει και πάλι. Ω αλίμονο.
Ο Ασθενικός Καπνός μίλησε, για την Γυναίκα που ξέχασε να γίνει στοργή και ενδιαφέρον για τον σύντροφο που επέλεξε. Εκείνη ήξερε να μεταμορφώνεται σε οργή, δόλο και εκφοβισμό για να φυλακίζει με βία την χρυσή ευκαιρία, που της παρουσιάστηκε τυχαία σε μια αδιάφορη παρέα.
Ο Ασθενικός Καπνός μίλησε, για Εκείνους τους Ανθρώπους, που η αγάπη είναι ένα εργαλείο χειριστικότητας, που με τις κοφτερές ατσάλινες λεπίδες κόβει ακόμη και τις πιο απεγνωσμένες ανάσες.
Της μίλησε, για Εκείνη τη Γυναίκα που θέλει να καλωσορίσει την μητρότητα μέσα στα σπλάχνα της, όταν την ίδια στιγμή οι σπόροι της δεν μπορούν ν’ ανθίσουν, όσο και αν ποτιστούν με τους χυμούς της αγάπης.
Της μίλησε εκτενώς, για τον πόνο Εκείνης της γυναίκας που θέλει να γίνει μάνα, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να γευτεί το θαύμα της τεκνοποίησης.
Της εξήγησε, πως με την επιθυμία Εκείνης της όλα τα ορφανά του κόσμου ένιωσαν έστω και νοερά την αγκαλιά της Μάνας.
Της μίλησε, για την Γιαγιά που ήταν σοφή, καθώς και για την Νοικοκυρά, που ανάθρεψε τα καλύτερα παιδιά, για την Κοπέλα που αποφάσισε να είναι μόνο η Αρχή, για την τύχη Εκείνων των ζευγαριών που έσμιξαν σε μια ανύποπτη στιγμή.
Της μίλησε, για την ταχύτητα της ζωής που ήταν τόσο γρήγορη και ικανή, ούτως ώστε να χωρίσει δυο Νέους πριν να ενωθούν με το κοινό τους πεπρωμένο.
Της μίλησε για την Κόρη που πηγαίνει στο μνήμα Εκείνου, που κάποτε την έκανε να ονειρευτεί με τα μάτια ανοιχτά το Φως και την Αλήθεια. Εις μνήμην του, του αφιερώνει τη δύναμη της επανάληψης αφήνοντας του ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο παγωμένο μάρμαρο, που τον προστατεύει από τα θεριά του κόσμου.
Ο χρόνος, για αυτήν την Κόρη έχει παγώσει.
Σε ποιον να εξηγήσει τι και γιατί; Ποιος θα καταλάβει το παράδοξο που την κυριεύει;
Της μίλησε, για το Κορίτσι που έχει απευθυνθεί στο Θεό, δίχως αντίκρισμα και για τη Γυναίκα που περιμένει ακόμα το Θαύμα.
Ο Ασθενικός Καπνός μίλησε στην Λυγερή Κόρη, για τον Άντρα που ήθελε να σωθεί από τα δεσμά μιας κακοποιητικής σχέσης.
Της μίλησε, για Αυτόν που ουρλιάζει στον ύπνο του, που τρώει το μεσημέρι μόνος του, που δουλεύει ώρες ατελείωτες για να ξεπληρώνει την ματαιομανία των άλλων, που θέλει να βρεθεί στην αγκαλιά Εκείνης που βρέθηκε τυχαία στο δρόμο του.
Της μίλησε και για Εκείνον τον Άντρα, που ζει ταυτόχρονα δυο διαφορετικές ζωές, μια του τώρα και μια του νου. Ζει με την Φαντασίωση και την ονειροπόληση του εάν και εφόσον.
Της μίλησε, για Εκείνον τον Άντρα, που ήταν δειλός. Φοβήθηκε να εξομολογηθεί τον έρωτά του. Της μίλησε και για Εκείνον, που από υπέρμετρο εγωισμό δεν εκδήλωσε ποτέ το ενδιαφέρον του με πράξεις, μικρές και απλές. Αυτό νόμιζε πως ήταν το σωστό.
Της μίλησε, για τον Αγοραίο Έρωτα που δεν γίνεται μονάχα σε δηλωμένα σπίτια, σε δρόμους και πεζοδρόμια αλλά και για εκείνους τους δήθεν έρωτες, που εξαγοράζονται κάτω από τα τραπέζια με ένα απλό νεύμα και μια αδέξια χειρονομία.
Της μίλησε, για τον Νέο Άντρα που ταξιδεύει σ’ όλο τον κόσμο διατηρώντας την ενδόμυχη ελπίδα, να βρει την αγάπη που γυρεύει, όταν Εκείνη βρίσκεται ήδη μπροστά του.
Μα γιατί να είναι τόσο τυφλός ο κόσμος;
Ίσως από πείσμα.
Ένα πείσμα, προς τον δεσποτικό και αυταρχικό μπαμπά ή για μια αδύναμη, αμίλητη μαμά αρκεί για να κάνει τους ανθρώπους να περπατούν πολλά βήματα μπροστά ή πολλά βήματα πίσω ή να κάνουν λάθος βόλτες ή σωστές στάσεις ή εντελώς τα αντίθετα, γιατί έτσι ρε γαμώτο, καθότι είναι πολλοί εκείνοι που περπατούν συντροφιά με ένα τεράστιο γαμώτο.
Εκείνος ο Ασθενικός Καπνός της μίλησε, γι’ Αυτήν.
Της είπε, πως θα είναι ο τελευταίος τους χορός.
Την θεράπευσε με λέξεις που πλάστηκαν από τα θραύσματα του καθρέφτη της.
Της είπε, πως τώρα είναι η κατάλληλη ώρα, για να ξεφύγει από τις σκιές και τα φαντάσματα που τα λάτρευε τόσο πολύ, διατηρώντας τα ζωντανά μέσα στην καρδιά της.
Της είπε, πως η ζωή δεν είναι καπνός αλλά νερό, χώμα και αέρας.
Εκείνος ο Ασθενικός Καπνός μίλησε, για τη δίψα των Νεκρών και για τη μοναξιά των Ποιητών.
Την συμβούλεψε ν’ αγαπά τους ποιητές, διότι Εκείνοι δίνουν απλόχερα λέξεις και συναισθήματα, εικόνες και ιδέες.
Δίνουν τα σπασμένα κομμάτια του εαυτού τους, για να τ’ ακούσουν οι Μουσικοί και οι Τραγουδοποιοί, οι Ηθοποιοί και οι Εικαστικοί, για να χτίσουν μαζί ένα Μανιφέστο καινούργιας Ζωής, που τ’ αδιέξοδα των Ανθρώπων θα φωτίζονται με Αλήθεια.
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είπε ο Ασθενικός Καπνός στην Λυγερή Κόρη, που χόρευε γυμνή στο μικρό της δωματιάκι.
Νύχτα.
Το ρολόι βαρέθηκε να συμβιβάζεται με τον προσδιορισμό του.
Αποφάσισε να γίνει ένα επιπλέον κόσμημα του τοίχου, που ο χρόνος δεν θα φωλιάζει
στα γρανάζια του.
Το ρολόι αρνείται να συμφιλιωθεί με το όνειρο της τοξικής αγάπης.
Βλέπεις ο άνθρωπος αυτό έμαθε.
Να κουρνιάζει το φόβο του σ’ αγκαλιές που δαγκώνουν.
Μην με ρωτάς το γιατί.
Δεν ξέρω να σου απαντήσω.
Νύχτα.
Η Κόρη συνεχίζει να λικνίζεται με τους ρυθμούς των μεθυστικών μπλουζ έχοντας αγκαλιά τον Ασθενικό Καπνό του κεριού, που κάποτε φώτιζε εκείνο το σκοτάδι, που δεν είχε ανάγκη.
Η μουσική σταμάτησε, ο Καπνός εξανεμίστηκε και η Λυγερή Κόρη αποφάσισε, να γίνει φωτιά, βροχή και αέρας.
Απόψε.
Στην παρακάτω γωνιά του δρόμου ένας Έφηβος δίνει το τριαντάφυλλο του στην Φεγγαρόλουστη Κοπέλα, που επέλεξε η καρδιά του.
Εκείνη του διαβάζει λόγια λυρικά, από ξεχασμένους ποιητές δίνοντας το πρώτο φιλί στα χείλη, που τρεμοπαίζουν οι ανάσες και τα φώτα.
Απόψε μίλησαν οι καρδιές και μοσχοβόλησε ο δρόμος ιδρωμένα χνώτα.
Απόψε, για την αρχή της Λυγερής Κόρης, για Εκείνους και Εκείνες, και για τους Παρθένους Νέους είναι παραμονές του Έρωτα.
Απόψε, ίσως, να ζυμώνεται το Μανιφέστο της Νέας Ζωής.
Απόψε.
Ίσως, απόψε.
Ναι!
Απόψε.
Xριστίνα Βεριβάκη
Χανιά 11/2/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου