«Τους είχα ειδοποιήσει ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονται»
Ήμασταν τόσο ενήμεροι, που δεν κουνιόταν απέναντι κλαδί ούτε φύλλο και να μην το γνωρίζουμε», λέει ο 87χρονος Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης, συνταγματάρχης ε.α. για την περίοδο 1968-1974, όταν παρακολουθούσε τις τουρκικές δυνάμεις ως επικεφαλής του κλιμακίου της ελληνικής ΚΥΠ στην Κυρήνεια.
Δεν ήταν ζήτημα ενστίκτου, δεν οσμίστηκε τυχαία τον επικείμενο κίνδυνο. Για τον Αλέξανδρο Σημαιοφορίδη μιλούσαν τα δεδομένα και δεν μπορούσε να τα παραβλέψει. Ως επικεφαλής του κλιμακίου της ελληνικής ΚΥΠ στην Κυρήνεια της Κύπρου είχε αποστολή να υποκλέπτει και να αποκρυπτογραφεί τουρκικές συνομιλίες, να παρατηρεί τις κινήσεις των στρατιωτικών μονάδων στην Αλεξανδρέττα και τη Μερσίνη. Το 1974, τουλάχιστον επί τρεις μήνες διαπίστωνε μια ασυνήθιστη, κλιμακούμενη κινητικότητα. Κατέγραφε σε πληροφοριακά σήματα τις εντατικές αποβατικές ασκήσεις, ανακλήσεις αδειών, αιτήματα για εφοδιασμό με υλικά εκστρατείας, μαζικές μεταφορές πυρομαχικών και ενημέρωνε τους ανωτέρους του για το ενδεχόμενο τουρκικής εισβολής. Είχε προειδοποιήσει εγκαίρως, αλλά δεν εισακούστηκε.
«Τόσες πληροφορίες που έστελνα τι έγιναν και πήγανε χαμένες; Δεν έπρεπε να τις εκμεταλλευτούν για να μην έχουμε αυτά τα αποτελέσματα;», αναρωτιέται ακόμη και σήμερα στα 87 του χρόνια ο κ. Σημαιοφορίδης, συνταγματάρχης ε.α. «Ημασταν τόσο ενήμεροι, που δεν κουνιόταν απέναντι κλαδί ούτε φύλλο και να μην το γνωρίζουμε. Και πέσαμε στην άγνοια, σαν να μη γνωρίζουμε τίποτα και μετά ήρθε ο Τούρκος “απότομα”. Προδομένος ένιωσα».
Αυτές τις ημέρες βρίσκεται στις Ράχες Φθιώτιδας, όπου συνήθως διαμένει τα καλοκαίρια. Ενας κάτοικος του χωριού, απόστρατος αξιωματικός και αυτός, έχει λάβει οδηγίες και μας περιμένει έξω από την εκκλησία του «Αγίου Χαράλαμπου» με το μηχανάκι του για να μας κατευθύνει μέσα από στενά δρομάκια μέχρι το πλατύσκαλο του γείτονά του. «Είναι κινητή Iστορία, θα ακούσετε πολλά», λέει προτού μας αποχαιρετήσει. Βραχύσωμος και με κοφτό, γοργό βήμα, ο Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης μάς οδηγεί στο καθιστικό του. Η διήγησή του παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Μπορεί να μιλάει χωρίς παύσεις, ανακαλώντας ημερομηνίες και ονομασίες στρατιωτικών μονάδων. Τι κι αν έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας από την τουρκική εισβολή, κάθε χρόνο, όποτε πλησιάζει η 20ή Ιουλίου, ξαναζεί εκείνη την ταραγμένη περίοδο. «Είμαι στην Κύπρο νοερώς», λέει.
Γεννήθηκε στο Πεντάβρυσο Καστοριάς, αποφοίτησε από τη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών και το 1960 έπειτα από εξετάσεις παρακολούθησε για έναν χρόνο μαθήματα τουρκικής γλώσσας στη σχολή ξένων γλωσσών των Ενόπλων Δυνάμεων. Το 1963 η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών ζήτησε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού τρεις ανύπαντρους, τουρκομαθείς αξιωματικούς για να τους εντάξει στο δυναμικό της. Επιλέχθηκε και τοποθετήθηκε στο Διδυμότειχο τον Μάιο του 1964. Τέσσερα χρόνια αργότερα στάλθηκε στην Κυρήνεια της Κύπρου.
Εκεί παρακολουθούσε, μεταξύ άλλων, το 6ο σώμα στρατού στα Αδανα και την 39η μεραρχία με έδρα την Αλεξανδρέττα της Τουρκίας. Κάθε Σεπτέμβριο η συγκεκριμένη μεραρχία εκτελούσε μια αποβατική άσκηση από τη Μερσίνη προς την Αντιόχεια, στην οποία συμμετείχε εκ περιτροπής ένα από τα τρία συντάγματά της. Τον Απρίλιο του 1974, όμως, με διαφορά λίγων ημερών και τα τρία συντάγματα πραγματοποίησαν διαδοχικά αποβατικές ασκήσεις. «Ηταν ασυνήθιστο», παρατηρεί.
Το ’74 ο Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης, επικεφαλής της υπηρεσίας στην πόλη, ενημέρωνε επί μήνες για το ενδεχόμενο εισβολής.
Υπήρξαν και άλλα ανησυχητικά σημάδια. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους ανακλήθηκαν αιφνιδιαστικά όλες οι άδειες στον τουρκικό στρατό. Ο κ. Σημαιοφορίδης λέει ότι ένας ταγματάρχης από το 49ο σύνταγμα εθεάθη στην Αλεξανδρέττα, δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από το πόστο του. «Το πήρε είδηση ο μέραρχος και ζητούσε την κεφαλή του επί πίνακι». Θυμάται έναν Τούρκο αξιωματικό ο οποίος χαρτογραφούσε την ακτή «Πέντε Μίλι», όπου θα γινόταν η απόβαση, κολυμπώντας με μάσκες θαλάσσης. Ο επικεφαλής του κλιμακίου της ΚΥΠ τροφοδοτούσε τους προϊσταμένους του με όλες αυτές τις πληροφορίες. Αποδέκτες των σημάτων του ήταν το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, η Ελληνική Δύναμη Κύπρου, η ελληνική πρεσβεία, ενώ αντίγραφα έφταναν και στην ΚΥΠ στην Αθήνα. «Ηξεραν οι δικοί μας ότι ο τουρκικός στρατός είναι σε επιφυλακή από τον Απρίλιο», λέει.
Η «κάθοδος των μυρίων»
Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν μετά το πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου 1974. Δύο ημέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε έκτακτη σύσκεψη Τούρκων ανώτατων αξιωματικών στη Μερσίνη, όπου στάθμευαν 16 αποβατικά σκάφη. Ακολούθησε η «κάθοδος των μυρίων», όπως την περιγράφει ο κ. Σημαιοφορίδης. Διατάχθηκε μερική επιστράτευση 5.000 ανδρών για να συμπληρώσουν κενά στις μονάδες –κάτι που δεν συνηθίζεται εν καιρώ ειρήνης–, ενώ ο διοικητής του τάγματος μηχανικού έλαβε εντολή να ξεριζώσει όσα δέντρα υπήρχαν στα παράλια της Μερσίνης για να ετοιμαστεί ο χώρος υποδοχής των δυνάμεων.
Επικρατούσε «οργασμός προετοιμασιών» στην απέναντι πλευρά. Εγιναν αναγνωριστικές πτήσεις πάνω από την Κύπρο, ενώ σταδιακά άδειασαν αποθήκες πυρομαχικών διαφόρων διαμετρημάτων και με επιταγμένα φορτηγά μεταφέρονταν στα παράλια. Ο κ. Σημαιοφορίδης θυμάται ένα τουρκικό σήμα που ανέφερε ότι όλα τα οχήματα έπρεπε να είναι φουλαρισμένα με καύσιμα και οι στρατιώτες να φορούν μακρυμάνικες στολές γιατί θα προχωρούσαν έρποντας στο πεδίο.
Υπό κανονικές συνθήκες έστελνε στους ανωτέρους του ένα ή δύο πληροφοριακά σήματα το 24ωρο. Θυμάται όμως εκείνη την ταραγμένη περίοδο να στέλνει 17 με 18 την ημέρα. «Δεν πήρα απάντηση καμία, καμία οδηγία», λέει. «Σαν να τα ήξεραν όλα και δεν χρειάζονταν επιπλέον ενημέρωση». Παρακολουθούσε την πορεία που χάρασσε η τουρκική νηοπομπή προς την Κύπρο και μέχρι την ύστατη στιγμή παρέμενε αισιόδοξος. Θεωρούσε ότι θα υπήρχε αντίδραση. «Εμείς του κλιμακίου τρίβαμε τα χέρια μας. Θα πάθουν ένα χουνέρι οι Τούρκοι που θα το θυμούνται για χρόνια, λέγαμε», θυμάται.
Ισα που είχε χαράξει η 20ή Ιουλίου 1974, όταν αντίκρισε τον τουρκικό στόλο έξω από την Κυρήνεια. Του έκανε εντύπωση ότι το προσωπικό ήταν στα καταστρώματα, έμοιαζαν χαλαροί, χωρίς να έχουν λάβει ειδικά μέτρα ασφαλείας, λες και πήγαιναν για επιθεώρηση έπειτα από άσκηση. Στην ακτή «Πέντε Μίλι» δεν είχε ληφθεί κάποιο οργανωμένο προληπτικό αμυντικό μέτρο. Αργότερα ο ίδιος θα αποκαλούσε «αποβίβαση» την τουρκική στρατιωτική επιχείρηση, όχι απόβαση.
«Δεν υπήρχε σπιθαμή μέρους που να μην εφλέγετο»
Με τον τουρκικό στόλο αντίκρυ, ο επικεφαλής του κλιμακίου της ΚΥΠ στην Κυρήνεια έλαβε εντολή από την Αθήνα να προωθηθεί όσο πιο κοντά γινόταν στον αποβατικό χώρο και να ενημερώνει το γραφείο επιχειρήσεων στην Ελλάδα για όλες τις εξελίξεις. Περίμενε ότι θα έρχονταν έξι αεροσκάφη Φάντομ και δύο υποβρύχια και θα χρειάζονταν από εκείνον συντεταγμένες για να βάλουν κατά τουρκικών στόχων. Δεν έφτασαν ποτέ. Χωρίς άλλο διαθέσιμο τρόπο άμεσης επικοινωνίας εκείνη τη στιγμή, πήρε μια μπομπίνα μήκους 800 μέτρων, ένωσε σε αυτή το τηλέφωνο, ανέβηκε σε μια τριώροφη οικοδομή πιο κοντά στην παραλία και μετέδιδε τι οχήματα ξεφόρτωνε το αρματαγωγό «Ερκίν». Το καλώδιο δεν έφτανε μέχρι την ταράτσα του κτιρίου και ένας συνεργάτης του βρισκόταν στο έδαφος και κρατούσε το τηλέφωνο.
«Με τα κιάλια όπως ήμουν, αλλά και με το γυμνό μάτι, δεν μπορείς να περιγράψεις, όσο καλός και να είσαι στην πένα, αυτό το θέατρο, αυτή την ατμόσφαιρα. Δεν υπήρχε σπιθαμή μέρους που να μην εφλέγετο ή να μην εβομβαρδίζετο. Κόλαση! Οταν ζει κανείς την ατμόσφαιρα, δεν αναλογίζεται τον κίνδυνο να σκοτωθεί, είναι σαν να μεθάς», είπε για εκείνες τις ώρες τον Οκτώβριο του 1986 σε κατάθεσή του στην εξεταστική επιτροπή της ελληνικής Βουλής για τον «Φάκελο της Κύπρου».
Κι ενώ μετέφερε λεπτομερώς στην Αθήνα, σε ζωντανή σύνδεση, όλα όσα συνέβαιναν, τον ρώτησαν από το γραφείο επιχειρήσεων εάν μπορεί να υπολογίζει πού ήταν η ίσαλος γραμμή του «Ερκίν» προτού αρχίσει η αποβίβαση και πού βρισκόταν πλέον. Η ίσαλος γραμμή, ή αλλιώς γραμμή φόρτωσης, αντιστοιχεί στο μέγιστο επιτρεπόμενο βύθισμα ενός πλοίου. «Τότε άρχισα να βρίζω θεούς και δαίμονες», λέει ο κ. Σημαιοφορίδης. Η τεχνικού τύπου ερώτηση που δέχτηκε κατά την κρίσιμη στιγμή της εισβολής, του φάνηκε παράταιρη. «Δεν θέλανε, δεν θέλανε. Τι τους ενδιέφερε, η ίσαλος γραμμή ή πού είναι τα άρματα;», λέει.
Αμφισβήτηση εισέπραξε και σε άλλα στάδια. Λέει ότι είχε δει 72 τουρκικά ελικόπτερα να πετούν από πάνω του και η απάντηση που έλαβε από την Αθήνα ήταν ότι δεν ήξερε να μετρά και ότι η Τουρκία δεν είχε πάνω από 30 με 35 ελικόπτερα.
Θυμάται κατά τις ώρες της απόβασης ένα τουρκικό άρμα να πατάει έναν στρατιώτη και δίπλα του άλλο ένα να ισοπεδώνει ένα αυτοκίνητο. Όποια αντίσταση παρατήρησε εκείνες τις ώρες ήταν μεμονωμένη και υποτυπώδης. «Μεμονωμένες ανδραγαθίες», σχολιάζει. Αναγκάστηκε να υποχωρήσει, τα τουρκικά άρματα είχαν πλέον πλησιάσει απειλητικά. Τελικά αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε για 17 ημέρες.
Τα ίχνη και η αιχμαλωσία
Είχε ήδη μεριμνήσει πάντως και βλέποντας την πιθανή αρνητική τροπή των γεγονότων είχε βάλει φωτιά σε αρχειακά έγγραφα που διατηρούσε στο κλιμάκιο της ΚΥΠ, είχε πετάξει κάποια μηχανήματα σε δύο πηγάδια και άλλο ένα το είχε καταστρέψει. Επρεπε να εξαφανίσει κάθε ίχνος που θα πρόδιδε τη δραστηριότητά του. Εάν τον έπιαναν με όλο αυτό το υλικό θεωρούσε σίγουρη την καταδίκη του σε θάνατο.
Οσο διάστημα βρισκόταν υπό κράτηση θυμάται τις ανακρίσεις, το ανήλιαγο κελί όπου τον τοποθέτησαν και το ελάχιστο φαγητό που τους έδιναν. Ενα κομμάτι ψωμί σαν το αντίδωρο της εκκλησίας και τρεις ελιές αντιστοιχούσαν στο πρωινό, μια φτερούγα από κοτόπουλο κομμένη στα τρία με λίγα μακαρόνια ήταν το μεσημεριανό και τίποτα άλλο έπειτα. Εχασε εννιά κιλά μέσα σε δύο εβδομάδες. Θεωρούσε ότι θα τον εκτελούσαν. Ωσπου μια ημέρα τον οδήγησαν ανέλπιστα στην ελευθερία, έπειτα από ανταλλαγή αιχμαλώτων. «Μπορείτε να φανταστείτε από εκεί που πας για εκτέλεση να είσαι μετά ελεύθερος; Πώς αντέχει ένας οργανισμός;», λέει. Μέχρι και σήμερα φυλάει στο αρχείο του ένα τσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα της βρετανικής μάρκας Craven Α, το οποίο είχε πάνω του όταν τον έπιασαν και του το επέστρεψαν λίγο προτού απελευθερωθεί.
Συνέχισε να υπηρετεί στην Κύπρο μέχρι το 1978 και αργότερα τοποθετήθηκε στο γενικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης για τέσσερα χρόνια, ως προξενικός λιμενάρχης και βοηθός εμπορικού ακολούθου. Αποστρατεύθηκε το 1985. Θεωρεί ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά εάν είχε αξιοποιηθεί το πλούσιο πληροφοριακό υλικό που είχε συγκεντρώσει. «Φώναζαν από μόνα τους όλα αυτά που έστελνα, δεν χρειαζόταν ένας αναλυτής για να μπορεί να δει τι θα ακολουθήσει», λέει.
_________________________________________________________________________
Οι διπλωματικοί χειρισμοί των ΗΠΑ για την εκτόνωση της ελληνοτουρκικής κρίσης τον Ιούνιο του 1964.
Πολλά έχουν γραφτεί για τις διαχρονικές παρεμβάσεις των αμερικανικών κυβερνήσεων στα ελληνοτουρκικά. Ιστορικοί, πολιτικοί αναλυτές αλλά και απλοί πολίτες έχουν κατά καιρούς προσπαθήσει να αποκρυπτογραφήσουν τις κινήσεις που έχουν γίνει από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Μέσα από έγγραφα και επιστολές, πρακτικά συσκέψεων και μαρτυρίες, συχνά φωτίζονταν άγνωστες πτυχές της Ιστορίας. Σπάνια όμως κάποιος μπορούσε να γίνει αυτό που λένε οι Αμερικανοί «μύγα στον τοίχο», δηλαδή να μάθαινε το τι και πώς ακριβώς ειπώθηκε κάτι αλλά και τα πραγματικά κίνητρα πίσω από μια κρίσιμη παρέμβαση. Το ντοκουμέντο που φέρνει στο φως η «Κ», μια ηχογραφημένη συνομιλία του προέδρου Λίντον Τζόνσον με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ρασκ τον Ιούνιο του 1964, μήνα κρίσιμο για το Κυπριακό, κάνει ακριβώς αυτό.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζόνσον είχε μόλις αποτρέψει μια ελληνοτουρκική σύρραξη απευθύνοντας στον Τούρκο πρωθυπουργό Ινονού μια αυστηρή επιστολή. «Πολύ με ανησύχησε η πληροφορία που είχα από σας και τον υπουργό σας επί των Εξωτερικών, ότι η τουρκική κυβέρνηση σκέπτεται να παρέμβει στρατιωτικά και να καταλάβει τμήμα της Κύπρου», του έγραφε μεταξύ άλλων. Τέσσερις ημέρες αργότερα, αντιλαμβανόμενος ότι το κυπριακό ζήτημα κινδύνευε να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ο πρόεδρος Τζόνσον συζητάει με τον υπουργό Εξωτερικών του τα επόμενα βήματά τους.
Η συνομιλία ξεκινάει με τον Ρασκ να προτείνει την άμεση επιστροφή του υφυπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ από την Αγγλία, όπου βρισκόταν για διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς για το συγκεκριμένο θέμα. Το αρχικό σχέδιο ήταν να ταξιδέψει στην Ελλάδα, αλλά ο Ρασκ πίστευε πως μια τέτοια επίσκεψη θα έδινε το λάθος μήνυμα στην ελληνική πλευρά: «Εάν πάει στην Αθήνα τώρα, θα δημιουργηθεί πολύς ενθουσιασμός χωρίς να έχει γίνει κάποια πρόοδος», σημειώνει. Ο ίδιος θεωρούσε πως θα έπρεπε πρώτα να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα μεταξύ τους – δηλαδή ο ίδιος, με τον πρόεδρο και τους στενούς τους συνεργάτες: «Αυτό δεν έχει γίνει επί του παρόντος και η πρόταση για την οποία μιλάνε στο Λονδίνο σχεδόν θα εγγυάται ότι οι Τούρκοι θα κάνουν επέμβαση και αυτό είναι που με απασχολεί», εξηγεί στον Αμερικανό πρόεδρο.
Συγκεκριμένο μήνυμα
Ο Τζόνσον όμως δεν μοιάζει να συμφωνεί: «Θα ήταν πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα να τον στείλουμε στην Ελλάδα αφού επιστρέψει στην Αμερική, παρά να τον αφήσουμε να πάει ενώ είναι ήδη στην Ευρώπη. Τώρα θα φαίνεται σαν θέμα ρουτίνας», εξηγεί. Θεωρεί πως ο Μπολ θα έπρεπε να μεταφέρει άμεσα στον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα: «Να του πει, κύριε πρωθυπουργέ, ενημερωθήκαμε πως οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να κάνουν εισβολή εκείνη τη νύχτα. Τους πείσαμε να μην το κάνουν. Δεν πιστεύουμε ότι τα πράγματα εκεί εξελίσσονται όπως θα έπρεπε και ανησυχούμε πολύ για το τι πρόκειται να συμβεί. (…) Σας καλούμε να ασκήσετε όση επιρροή έχετε στον Μακάριο για να γίνει προσπάθεια να βρεθεί μια λύση για εσάς μέσω των Ηνωμένων Εθνών αντί να τους πυροβολείτε και να τους συλλαμβάνετε και να τους αρπάζετε και να τους απάγετε (τους Τουρκοκυπρίους)». Σύμφωνα με τον Τζόνσον, η ελληνική πλευρά όφειλε να δείξει έναν ηγετικό ρόλο. «Εάν δεν κινηθούν όπως κινηθήκαμε εμείς με την Τουρκία, το αποτέλεσμα θα είναι ένα τεράστιο λουτρό αίματος», τονίζει.
O Ρασκ συμφωνεί ως προς το μήνυμα, αλλά θεωρεί πως θα μπορούσαν κάλλιστα να μιλήσουν στον Ελληνα πρέσβη στην Ουάσιγκτον. «Κάτι τέτοιο θα είχε μεγάλο βάρος και επιρροή στην Αθήνα», αξιολογεί. Ο Τζόνσον όμως και πάλι δεν πείθεται. «Δεν νομίζω ότι ο Ινονού θα το θεωρήσει αρκετό – να μιλήσω με αυτόν τον μικρό πρεσβευτή εδώ. Νομίζω ότι αν σκεφτεί ότι οι Αμερικανοί διέσχισαν τον Ατλαντικό και πήγαν στην Αθήνα και τους πίεσαν ακριβώς όπως πιέσαμε τους Τούρκους, θα πιστέψει ότι είμαστε ειλικρινείς και αληθινοί και κάνουμε προσπάθειες για το θέμα και ότι δεν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις», εξηγεί.
Στη συνέχεια, η συζήτηση των δύο ανδρών επικεντρώνεται σε μια πιθανή επίσκεψη του Ινονού στην Ουάσιγκτον. «Εάν έρθει εδώ τις επόμενες μέρες, θα ήταν ένα σημαντικό βήμα», θεωρεί ο Ρασκ. Ο Τζόνσον όμως το βλέπει αλλιώς: «Νομίζω ότι το τελευταίο πράγμα που θέλουμε είναι να με κάνει να φαίνομαι εγώ ειρηνοποιός και αργότερα να το φορτωθώ. Νομίζω ότι πρέπει να το μεταφέρουμε απευθείας στην Αγκυρα και στην Αθήνα. Ετσι το προσεγγίζω εγώ, ως χωριατόπαιδο που είμαι», λέει ο Τζόνσον.
Αναφέρεται επίσης σε μια ιδιωτική συζήτηση που είχε ο ίδιος με τον Ινονού, κατά την οποία του είπε πως μπορεί ο ίδιος να μην μπορούσε να πάει στην Τουρκία, αλλά πως θα ήθελε να τον δει. Οπως παραδέχεται στο τηλεφώνημα με τον Ρασκ, το είχε πει αυτό γιατί ένιωθε πως βρισκόταν σε αδιέξοδο, αλλά ότι αργότερα ένιωσε πως ήταν ένας τελείως λάθος χειρισμός: «Τι στο διάολο θέλει ο Λίντον Τζόνσον και φέρνει αυτό το μπλέξιμο επάνω του; Γιατί δεν έχω κάποια λύση! Δεν μπορώ να προτείνω το οτιδήποτε. Θα έρθει εδώ αναζητώντας τον παράδεισο και θα βρει κόλαση».
Αποστολή στην Αθήνα
Στη συνομιλία αυτή καταλήγουν πως, υπό το πρίσμα του ισχυρού
μηνύματος που είχε στείλει ο Τζόνσον στους Τούρκους λίγες ημέρες
νωρίτερα, θα έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρξει μια συνέχεια με τους Ελληνες:
«Ο ευκολότερος, απλούστερος και διακριτικότερος τρόπος να γίνει αυτό
είναι, ενώ ο Μπολ είναι στην Ευρώπη, να ξοδέψει δύο ώρες να το κάνει»,
λέει ο πρόεδρος. Είναι σαφές πως το μήνυμα αυτό προς την ελληνική πλευρά
θα είχε και έναν άλλο αποδέκτη: τους Τούρκους. «Ετσι θα έχουμε μετά
κάτι να πούμε στους Τούρκους, ότι δηλαδή κάναμε έκκληση και στους
Ελληνες (…) και παρόλο που δεν θα υπάρχει τελική λύση ή διχογνωμία,
τουλάχιστον θα παραμείνει η εμπιστοσύνη και ότι έγινε προσπάθεια προς
αυτά που τους είπα σε αυτό το τηλεγράφημα, από το να πουν ότι φύγαμε και
τα αφήσαμε όλα ως έχουν», λέει ο Τζόνσον.
Οι δύο άνδρες κλείνουν το τηλέφωνο, με τον Ρασκ να αναλαμβάνει να
ειδοποιήσει τον Μπολ. Και πράγματι, την επόμενη ημέρα, στις 10 Ιουνίου, ο
Τζορτζ Μπολ φτάνει στην Αθήνα για να μεταφέρει προφανώς το μήνυμα του
Αμερικανού προέδρου. Στους δημοσιογράφους θα πουν πως ο Μπολ είχε
μεταβεί στην Ελλάδα εκ μέρους του προέδρου Τζόνσον για να προσκαλέσει
τον Γεώργιο Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον. Παράλληλα, προγραμματίστηκε και
το ταξίδι του Ινονού στην Αμερική με τον όρο μέχρι τότε η τουρκική
πλευρά να μην προχωρήσει σε καμία ενέργεια εναντίον της Κύπρου. Ο
πρόεδρος Τζόνσον είχε –προς το παρόν τουλάχιστον– καταφέρει τον στόχο
του.
Το χρονικό των γεγονότων
Διαπιστώνοντας τη διάθεση της Τουρκίας να παρεμβαίνει στην εσωτερική κυπριακή πολιτική, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, πρότεινε στα τέλη Νοεμβρίου 1963 την αναθεώρηση του Συντάγματος. Ο Μακάριος δεν είχε συμβουλευθεί την Αθήνα για τούτο. Την πρόταση απέρριψε η Τουρκία, πριν καν απαντήσουν οι Τουρκοκύπριοι. Τα Χριστούγεννα του 1963 ξεκίνησαν διακοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο, οι Τουρκοκύπριοι αποσύρθηκαν από τη διοίκηση, ενώ η Τουρκία έπαυσε να αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία. Τον Ιανουάριο και τον Μάρτιο, η Τουρκία απείλησε δύο φορές με εισβολή, αλλά υπαναχώρησε ενώπιον αμερικανικών αντιδράσεων. Σε απάντηση, η Αθήνα απέστειλε στην Κύπρο τη λεγόμενη μεραρχία. Τον Ιούνιο, ανέκυψε νέος κίνδυνος τουρκικής εισβολής, που απετράπη όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον απέστειλε αυστηρή επιστολή στον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, απειλώντας ότι σε τέτοια περίπτωση οι ΗΠΑ θα άφηναν την Τουρκία ακάλυπτη σε σοβιετικά αντίποινα. Ακολούθησε έντονη αμερικανική διπλωματική δράση –η στρατηγική της εξηγείται εδώ– με σκοπό την επίτευξη ελληνοτουρκικής συμφωνίας για το Κυπριακό. Στο πλαίσιό της, στα τέλη Ιουνίου ο Τζόνσον συναντήθηκε πρώτα με τον Ινονού και κατόπιν με τον Ελληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, στην Ουάσιγκτον. Ακολούθησε η μεσολάβηση του Αμερικανού πρώην υπουργού Εξωτερικών Ντιν Ατσεσον, τον Αύγουστο, την οποία τελικά απέρριψε η ελληνική πλευρά.
https://youtu.be/hhH3lTMFwyw
ΑπάντησηΔιαγραφή