Όταν τον Μάιο του 1940 ο Ουίνστον Τσωρτσιλ έγινε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, δίπλα του στεκόταν περιχαρής ένας σαραντάχρονος κοκκινομάλλης με κοκάλινα γυαλιά. Ο ίδιος άνδρας φαίνεται στα επίκαιρα της εποχής να σφίγγει το χέρι του Χάρυ Χόπκινς, συμβούλου του Αμερικανού προέδρου, όταν αυτός επισκέφθηκε το Λονδίνο για να επισφραγίσει τη συμφωνία παροχής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας από τις ΗΠΑ στη Βρετανία, τον Ιανουάριο του ’41. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ, το γραφείο του εν λόγω ανθρώπου βρισκόταν ακριβώς δίπλα σ’ αυτό του Βρετανού πρωθυπουργού, στο υπόγειο καταφύγιο του Ουάιτχολ. Δικαίως, τον θεωρούσαν σκιά του Τσωρτσιλ κι έναν από τους πολιτικούς με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Βρετανία.
Παρά ταύτα, ο ίδιος θα έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να εξαφανιστεί μετά θάνατον και να ξεχαστεί το όνομά του, μαζί με την προσωπική και πολιτική του διαδρομή. εν μέρει, το κατάφερε. Φανατικός εργένης, μη έχοντας αφήσει πίσω του τάφο, μνημείο, βιογραφία, τίτλους ή απογόνους κι έχοντας διατάξει τον οδηγό του να σκορπίσει την τέφρα του στους τέσσερις ανέμους και να καταστρέψει όλα του τα έγγραφα, η ιστορία του φαντάζει τόσο ασύλληπτη, που θα μπορούσε να έχει επινοηθεί. Το όνομά του ήταν Μπρένταν Μπράκεν και μάλλον αποτελεί απόδειξη ότι όλα είναι πιθανά στην πολιτική και στην «εκλεπτυσμένη», γεμάτη ψεύδη, τέχνη της αναρρίχησης στην εξουσία.
Ας αρχίσουμε λοιπόν την εξιστόρηση της απίστευτης ζωής του Μπρένταν Μπράκεν με το γεγονός ότι, πριν ενδυθεί την ψωραλέα λεοντή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τεθεί ψυχή τε και σώματι στην υπηρεσία της, ο Μπράκεν είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ιρλανδία. Το εξωφρενικό μάλιστα του πράγματος ήταν ότι προερχόταν από καθολική οικογένεια Ιρλανδών πατριωτών και ο πατέρας του ήταν εξέχον μέλος των Φενιανών, της ιρλανδικής φιλικής εταιρείας, σκοπός της οποίας ήταν η απελευθέρωση του νησιού από τον αγγλικό ζυγό.
Ο μικρός Μπρένταν έχασε τον πατέρα του όταν ήταν τεσσάρων ετών και μετά από διαδοχικές μεταγραφές σε διάφορα σχολεία της Ιρλανδίας, από τα οποία αποβαλλόταν λόγω απειθαρχίας και για μικροαπάτες, στάλθηκε το έτος 1916 στον εξάδελφο της μητέρας του στην Αυστραλία, για να εργαστεί στην εκτροφή προβάτων. Προς μεγάλη τύχη του Μπράκεν, που μίσησε την Αυστραλία και τα πρόβατα από την πρώτη στιγμή, κοντά στη φάρμα του θείου του υπήρχε ένα γυναικείο καθολικό μοναστήρι με πλούσια βιβλιοθήκη, η οποία αποτέλεσε το καταφύγιό του για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Ο Μπράκεν έπεσε με τα μούτρα στη μελέτη και κάπου εκεί ανακάλυψε και μαγεύτηκε από την αυτοκρατορική Αγγλία του 18ου αιώνα και αποφάσισε ότι -πάση θυσία- θα γινόταν μέρος αυτού του «ανώτερου» κόσμου.